- προνοιατόρος
- ὁ, Μβλ. προνοιάτορας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προνοιάτορας — και προνοιατόρος, ὁ, Μ ο προνοιάριος («τοὺς τέσσαρους γὰρ μῆνας ὀφείλει ὁ προνοιάτορας νὰ ἔνι ὅπου θέλει», Χρον. Μoρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προνοιάζω + επίθημα τωρ, τορος (πρβλ. εισπράκ τωρ)] … Dictionary of Greek